βόμβα
Útlit
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „βόμβα“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | βόμβα | βόμβες | ||||
Eignarfall (γενική) | βόμβας | βομβών | ||||
Þolfall (αιτιατική) | βόμβα | βόμβες | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | βόμβα | βόμβες |
Nafnorð
βόμβα (kvenkyn)
- [1] sprengja
- Framburður
- IPA: [ˈvɔmva]
- Afleiddar merkingar
- Tilvísun
„Βόμβα“ er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „βόμβα“
Greek Corpus „βόμβα“