Fara í innihald

κόλαση

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „κόλαση“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) κόλαση κολάσεις
Eignarfall (γενική) κόλασης
κολάσεως
κολάσεων
Þolfall (αιτιατική) κόλαση κολάσεις
Ávarpsfall (κλητική) κόλαση κολάσεις

Nafnorð

κόλαση (kvenkyn)

[1] helvíti
Framburður
IPA: [ˈkɔlasi]
Afleiddar merkingar
κολασμένος
Tilvísun

Κόλαση er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „κόλαση
Greek Corpus „κόλαση