Fara í innihald

ξύλο

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „ξύλο“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) ξύλο ξύλα
Eignarfall (γενική) ξύλου ξύλων
Þolfall (αιτιατική) ξύλο ξύλα
Ávarpsfall (κλητική) ξύλο ξύλα

Nafnorð

ξύλο (hvorugkyn)

[1] viður
Framburður
IPA: [ˈksilɔ]
Afleiddar merkingar
ξύλινος, ξυλόβιδα, ξυλογλύπτης, ξυλογραφία, ξυλόκοπος, ξυλοπόδαρο, ξυλόσπιτο, ξυλουργός, ξυλόφωνο, ξυλώδης
Tilvísun

Ξύλο er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „ξύλο
Greek Corpus „ξύλο