παγοκρύσταλλος
Útlit
Gríska
Grísk fallbeyging orðsins „παγοκρύσταλλος“ | ||||||
Eintala (ενικός) |
Fleirtala (πληθυντικός) | |||||
Nefnifall (ονομαστική) | παγοκρύσταλλος | παγοκρύσταλλοι | ||||
Eignarfall (γενική) | παγοκρύσταλλου | παγοκρύσταλλων | ||||
Þolfall (αιτιατική) | παγοκρύσταλλο | παγοκρύσταλλους | ||||
Ávarpsfall (κλητική) | παγοκρύσταλλε | παγοκρύσταλλοι |
Nafnorð
παγοκρύσταλλος (karlkyn)
- [1] grýlukerti
- Framburður
- IPA: [paɣɔˈkɾistalɔs]
- Tilvísun
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „παγοκρύσταλλος“
Greek Corpus „παγοκρύσταλλος“