Fara í innihald

τράπεζα

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „τράπεζα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) τράπεζα τράπεζες
Eignarfall (γενική) τράπεζας τραπεζών
Þolfall (αιτιατική) τράπεζα τράπεζες
Ávarpsfall (κλητική) τράπεζα τράπεζες

Nafnorð

τράπεζα (kvenkyn)

[1] banki
Framburður
IPA: [ˈtɾapɛza]
Afleiddar merkingar
τραπεζικός, τραπεζίτης
Tilvísun

Τράπεζα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „τράπεζα
Greek Corpus „τράπεζα