Fara í innihald

χρώμα

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „χρώμα“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) χρώμα χρώματα
Eignarfall (γενική) χρώματος χρωμάτων
Þolfall (αιτιατική) χρώμα χρώματα
Ávarpsfall (κλητική) χρώμα χρώματα

Nafnorð

χρώμα (hvorugkyn)

[1] litur
Framburður
IPA: [ˈxɾɔma]
Afleiddar merkingar
χρωματίζω, χρωματικός, χρωμόσωμα
Tilvísun

Χρώμα er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „χρώμα
Greek Corpus „χρώμα